- πόμολο
- το(λ. ιταλ.), χερούλι της πόρτας ή του παραθύρου, αλλ. επίμηλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόμολο — το, Ν χερούλι πόρτας ή παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pomolo] … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
γυριστός — ή, ό καμπυλωτός, κυκλοειδής: Κρατούσε το γυριστό πόμολο της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπούζι — το (λ. τουρκ.) 1. ρόπαλο που καταλήγει σε σφαιρωτό άκρο: Πολεμούσαν με τοπούζια. 2. πόμολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)